- γυναῖκ'
- γυναῖκα , γυνήwomanfem acc sgγυναῖκε , γυνήwomanfem acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
καλλιγύναιξ — καλλιγύναιξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) τόπος που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γύναιξ (< θ. γυναικ τού γυνή, πρβλ. γεν. γυναικ ός), πρβλ. ημι γύναιξ, φιλο γύναιξ … Dictionary of Greek
αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
ATHENAE — civitas Graeciae inter Macedoniam et Achaiam, in ea litorali regione, quae olim Acta, dein Attica vocata. Hanc Osius quidam, secundum nonnullos, Acrisius aliis, Acteus Pausaniae in Atticis, vel ut communiter fertur, Cecrops primus condidit, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
CACHRYS — Graece κάχρυς, proprie granum hordei est; Hinc apud Comicum καχρυδίων πεφρυγ μεν´ων, hordeô frictoô. Et καχρυδίας ἄρτος, panis hordeaceus: apud Aristophanem in Nubibus, Α᾿δεῖν τε πίνοντ᾿ ὡσπερεὶ κάχρυς γυναῖκ᾿ ἀλοῦσαν. Ubi κάχρυς sunt κρι1αὶ. Cum … Hofmann J. Lexicon universale
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
ιτεών — ἰτεών, ἡ (Μ) τόπος όπου φύονται πολλές ιτιές, τόπος γεμάτος ιτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτε ών, περιληπτικό ουσ. < ἰτέα + περιλ. κατάλ. ών (πρβλ. αμπελ ών, γυναικ ών)] … Dictionary of Greek
καραπουτανάρα — η μεγεθ. τού καραπουτάνα* που χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός ανήθικων γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρα πουτάνα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. γυναικ άρα, πιατ άρα)] … Dictionary of Greek
κοιτώνας — ο (AM κοιτών, ῶνος) υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα αρχ. 1. τάφος 2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο 3. θησαυροφυλάκιο 4. αποβάθρα 5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῡ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» ο θαλαμηπόλος β) «ἐν κοιτῶνι… … Dictionary of Greek